- ἀτηρῶς
- ἀτηρήςAër.adverbial (attic epic doric)ἀ̱τηρῶς , ἀτηρόςblinded byadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ατηρός — ἀτηρός, ά, όν (Α) Ι. 1. αυτός που έχει τυφλωθεί από την άτη, που ωθείται στην καταστροφή 2. ολέθριος, καταστρεπτικός 3. το ουδ. ως ουσ. «τὸ ἀτηρόν» καταστροφή, συμφορά II. επίρρ. ἀτηρῶς τρομερά, υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < άτη (πρβλ. λυπηρός <… … Dictionary of Greek